- ἔνιψα
- помыл
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἔνιψα — ἐνίπτω reprove aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔνῑψα , νίφω aor ind act 1st sg νίζω wash the hands aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνιψ' — ἔνιψαι , ἐνίπτω reprove aor imperat mid 2nd sg ἔνιψα , ἐνίπτω reprove aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔνιψε , ἐνίπτω reprove aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔνῑψα , νίφω aor ind act 1st sg ἔνῑψε , νίφω aor ind act 3rd sg ἔνιψα , νίζω wash … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… … Dictionary of Greek
νίβω — νίβω, ένιψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νίβω — και νίφτω ένιψα, νίφτηκα, νιμμένος 1. μτβ., καθαρίζω το πρόσωπο και τα χέρια με νερό: Το να χέρι νίβει τ άλλο και τα δυο το πρόσωπο (παροιμ.). – Νίψου κι αποφάγαμε (παροιμ., για απροσδόκητη αποτυχία). 2. μτφ., καθαρίζω ηθική αμαρτία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
neigʷ- — neigʷ English meaning: to wash Deutsche Übersetzung: “waschen” Grammatical information: pass. participle nigʷ to Material: O.Ind. nē nēkti “wascht, purifies, cleans”, Aor. anüikšīt, pass. nijyatē, participle niktá , ninikta… … Proto-Indo-European etymological dictionary